-
1 вторичный
δευτερεύων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вторичный
-
2 вторичный
επ.1. δεύτερος, γινόμενος για δεύτερη φορά, δις•-ое извещение δεύτερη ειδοποίηση• δεύτερο ειδοποιητήριο.
2. δευτερεύων, δεύτερος (αντών. του πρωταρχικού).3. δευτερεύουσας σημασίας, δευτερεύων. -
3 вторичный
втори́чн||ыйприл1. (повторный) γιά δεύτερη φορά, ἐπαναληπτικός, δεύτερος·2. (производный) παράγωγος, παρεπόμενος·3. (второстепенный) δευτερεύων, δευτερογενής. -
4 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
5 воздух
1. (смесь газов, составляющая земную атмосферу) о αέρ/αςжидкий - υγροποιημέ-νος/ρευστοποιη μένος -очищенный - καθαρός/καθαρισμένος -первичный - πρωτεύων/προσαγόμενος -рудничный - ορυχείου/στοάςшахтный - см. рудничный -2. полигр. τα κενά/διαστήματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздух
-
6 контур
1. (очертание) το περίγραμμα 2. (цепь, схема) το κύκλωμαохлаждающий (тепл.) - της ψύξηςпромежуточный (тепл.) - ενδιάμεσο -циркуляционный (тепл.) - της κυκλοφορίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контур
-
7 пароперегреватель
ο υπερθερμαντήρας ατμούосновной - βασικός -, κύριος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пароперегреватель
-
8 холодоноситель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > холодоноситель